- απεκδυσις
- ἀπέκδυσιςἀπ-έκδῠσις-εως ἥ совлечение, снятие NT.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπεκδύσει — ἀπέκδυσις putting off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπεκδύσεϊ , ἀπέκδυσις putting off fem dat sg (epic) ἀπέκδυσις putting off fem dat sg (attic ionic) ἀπεκδύ̱σει , ἀπεκδύνω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέκδυσιν — ἀπέκδυσις putting off fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απέκδυση — η (AM ἀπέκδυσις) το να απαλλαγεί κάποιος από κάτι, όπως όταν βγάζει τα ρούχα του … Dictionary of Greek
ἀπεκδύσεως — ἀπεκδύσεω̆ς , ἀπέκδυσις putting off fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)